Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΑΡΓΙΘΕΑΤΩΝ ♥

Αγάνι = η κορυφή του σιταριού με το καρπό
Αγγειά=ανδρικά μόρια
Αγγειό = δοχείο , σκεύος κουζίνας
Αγκιλώθκα = καρφώθηκα από αγκάθι
Αθημονιά =σωρός (από θερισμένο στάρι , καλαμποκιά ή ξερό κλαρί) 
Ακουρμένομαι = ακούω με προσοχή
Αλάνταβος = απρόσεκτος
Αλάργα = μακριά
Αλαταριά = πέτρα με μεγάλη επιφάνεια που βάζουν αλάτι να τρώνε τα ζώα
Αλιμουριάζω = πνίγω κάποιον με τα χέρια
Αλισίβα = στάχτη με νερό για λούσιμο και καθαριότητα
Αλύχτισμα = γαύγισμα σκύλου ή αλεπούς
Αμούντι (έγινε) = εξαφανίστηκε
Αμπούκα = μάγουλο
Αμπούριασε = γέμισε καπνό
Αναβερβέρξα = ανατρίχιασα
Αναδεχτός - ή = το βαφτιστήρι
Αναμέρα = κάνε στην άκρη
Αναπιάνω =ετοιμάζω το προζύμι
Ανασκλώθκα = έπεσα ανάσκελα
Ανεβατίζω = ζυμόνω ψωμί σταρένιο
Αντράλα ή ντράβαλος ή ντράβαλα = φασαρία
Απεριλόητος = βρωμιάρης
Απίστωμα = μπρούμητα
Απομόθκα = έπαθα ασφυξία
Από μούρτου = κατά πάνω
Αποξούλια = απ΄έξω
Απόστασα = κουράστηκα
Απουκουντριασμένο = χαζό , δεν καταλαβαίνει τίποτα , βρίσκεται στο κόσμο του
Άπουπούι = ( επιφώνημα σχετλιαστικό που δηλώνει έκπληξη )
Αργάζω = προετοιμάζω
Αρίδα = πόδι , τρυπάνι
Αρμάθα = πλέξιμο κρεμμυδιών και σκόρδων
Αρμαθιά = η σειρά
Αρτένομαι = δεν νηστεύω
Αρτμή = υπόλοιπο από το τυρί (υγρό)
Αστρέχα = το περιθώριο της στέγης που προεξέχει
Αυγατάω = συμπληρώνω , προσθέτω
Αφανταλιά = ξάφνιασμα
Αφάντιασμα = σκιάχτρο
Άφτο = άφησέ το
Αχούλιασμα = ηχηρός μακρόσυρτος αναστεναγμός
Βάβο = γιαγιά
Βαΐζω =γέρνω
Βάκισμα = χτύπημα
Βακούφικο = περιουσία της εκκλησίας
Βαρκό = τόπος με λίγο νερό
Βερέμκο = στραβό,δεν είναι ίσιο
Βετούλι = κατσίκι που δεν χρόνιασε
Βιδούρα = ξύλινο δοχείο χωριτικότητας 20 οκάδων
Βιτσέλα = δοχείο
Βολά = φορά
Βούγγα = παιδικό παιχνίδι θορυβώδες
Βούγγος = γρήγορα
Βούριαξε(η γουρούνα) = έντονη επιθυμία της γουρούνας για ζευγάρωμα
Βουτσώνω = θυμώνω
Γαλάρια = αυτή που έχει γάλα
Γαυρίδα = είδος δέντρου
Γεννήματα = δημητριακά
Γηροκόμιο = ηλικιωμένος άνθρωπος που χρειάζεται φροντίδα
Γιαννιώτης = ο βόρειος άνεμος
Γιατάκι = καλύβι
Γίκος = σορός από χοντρά ρούχα (φλοκάτες κ.ά.)
Γιόμα = πριν το μεσημέρι,κολατσιό
Γιουρούκι = ατσούμπαλος , φασαριόζος
Γκανιάζω = κλαίω γοερά
Γκέσα = μαύρη γίδα
Γκορτζιά = αγριοαχλαδιά
Γκριντάλι = ο ψηλός άνθρωπος
Γλαβανή = το άνοιγμα στη ψευδοροφή
Γνολίθι = λιθάρι της γωνιάς
Γουμίδια = είδος μαγειρίτσας
Γράδα = μπλέξιμο , μονάδα μέτρησης αλκοόλ
Γράδωσα = έμπλεξα , πιάστηκα κάπου χωρίς τη θέλησή μου
Γρέκι = τόπος όπου κοιμούντε τα γίδια ή τα πρόβατα
Γρέντζελα = αγριοστάφυλα
Γρούμπιασα = καμπούριασα
Γρουμπούλι =εξώγκομα
Γωνιά = το τζάκι
Δημοσά = δρόμος για αυτοκίνητα
Διαλέγω = καθαρίζω, αποφλοιόνω
Διαούρτι = γιαούρτι
Διάσελο = ραχούλα
Διάστρα = εξάρτημα του αργαλειού
Διπλάρκα = δίδυμα
Δραγάτσι = Αγροφύλακας
Εκειό = εκείνο
Έρμο = μοναχό
Ζα (τα) = τα ζώα
Ζάβατος = δάσος καστανιάς
Ζαγάρι = κυνηγόσκυλο
Ζαγκανάω = κουνάω
Ζαγκλαβάνι = ενοχλητικός
Ζαλίγκα = στη πλάτη
Ζαλίγκι = το φόρτωμα που μπαίνει στη πλάτη
Ζαράλι = ελλάτωμα σωματικό ή νοητικό
Ζάφι = παράσιτο (κάτι σα σκουλίκι) που δημιουργείται στα ισχνά αρνοκάτσικα
Ζέχνω = βρωμάω
Ζήβα = σβήσε
Ζητάει (η γίδα) = επιθυμία του ζώου για ζευγάρωμα
Ζιβζέκι = μικροκαμωμένος
Ζλάπι ή ζουλάπι = άγριο ζώο ( κυρίως για λύκο )
Ζμάχια = παράσιτα (κυρίως δένδρων) που ευνοούνται από την υγρασία
Ζόδι = θυμός
Ζούδι = ονομασία για ερπετά ή έντομα
Ζούπα = πίεσε
Ζουχνάω = σπρώχνω
Ζυματούρα = είδος φαγητού
Ζώστρα = λουρί που ζώνουν το άλογο ή το μουλάρι ή το γαϊδούρι
Θειαμένομαι = απορώ μαζί σου
Θερστής = ο μήνας Ιούνιος
Θράκα = αναμένα κάρβουνα
Θρασίμι = ψοφίμι
Ίγκλες = ειδικές λουρίδες που μπαίνουν στα πόδια άγριου αλόγου για ημέρωμα
Ιδιάζω = ετοιμάζω το νήμα για τον αργαλειό
Κάηκε (η γίδα) = δεν αρμέχτηκε έγκαιρα
Κακαράντζες = τα"κακά" της γίδας ,του λαγού
Καλέσματα = τα προσκλητήρια
Καλοπίχερα = εύκολα
Καλοσκέρσα = πρωτοδοκίμασα γεύση από τη νέα σοδειά
Καμούτα = θεατρινισμός ,νάζι
Καναβιά = τριχιά
Κανούτος = σταχτής (συνήθως για ζώα)
Καραούλι = παρατηρητήριο ,σκοπιά
Κάργας = παλικαράς
Καρδιλέγκος = λάρυγγας
Καρκανιδιάζω = καίγομαι πολύ
Καρκολόϊμα = κακάρισμα κότας
Καρκώθκα = στραβοκατάπια ,μου στάθηκε κάτι στο λαιμό
Καρούτα = ξύλινο δοχείο για τα σταφύλια
Καρόφλα = τα φύλλα της καρυδιάς
Κασαβέτι = πρόβλημα ,στενοχώρια
Καταγάργαλα = κορυφή ,κατακόρυφα
Κατακέφαλο = καρπαζιά
Καταντιά = καλή κατάσταση , ξεπεσμός
Καταχεριάζω = χτυπάω με τα χέρια
Κατκιά = στάβλος , καλύβι
Κατσαπλιάς = ο αδιάφορος
Κατσούλα = κουκούλα
Κεφαλάρι = το ακαλλιέργητο τμήμα μεταξύ δύο χωραφιών
Κεφαλαριά = πονοκέφαλος
Κεφτεντές = κομμάτι ξύλο για τεμάχισμα κρέατος
Κίκαρη = φλυτζάνι του καφέ
Κιλμπάσια =έντερα και στομάχι
Κιό = ναι αλλά όμως , μα αφού
Κλαπατσίγκανα = τα μουσικά όργανα ορχήστρας πανηγυριού
Κλιορεύω = κοιμάμαι
Κλιτσνάρια = πόδια
Κλοτσοτύρι =παράγωγο ξυνόγαλου
Κόθρος = γωνία , τα ακριανά κομμάτια πίτας ή  γλυκού                                                                                 
 Κοκκόσες = καρύδια
Κολοκούρσμα = κούρεμα προβάτου
Κοντό = πουκάμισο
Κορφίγκι = το πρώτο γάλα (χοντρό)
Κοτάω = τολμώ
Κότσαλο = το κοτσάνι που μένει όταν ξεσπυριστεί το καλαμπόκι
Κουκουμπέλες = μανιτάρια
Κουκουμπλιώμαι = πηδάω για να φτάσω κάτι
Κουμάσι = το σπιτάκι του γουρουνιού
Κουντράω = χτυπάω ή σπρώχνω με το κεφάλι
Κουρδουμπούλι = σβόλος
Κουρκουζώητος = αυτός που ζεί πολλά χρόνια
Κουρκούλια = μικρές πέτρες
Κούσαλο = καταβεβλημένος άνθρωπος, γέροντας
Κουσεύω = περιπλανιέμαι
Κουσί = γρήγορα
Κουσούλτο = σχέδιο
Κουτέλι = σκυλί που τριγυρίζει άσκοπα
Κουτιρίτσα = μικρή σαύρα σκουρόχρωμη
Κουσάνα = γυναικεία κοτσίδα
Κούτσκου = μικρό
Κραίνω = φωνάζω
Κραμποκούκι = είδος ψωμιού με καλαμποκίσιο αλεύρι
Κρεμάδα = ολοκλήρωση εργασίας (απαλλαγή), αρμαθιά καλαμποκιού κρεμασμένη
Κρεμαντζουλίστκα = κρεμάστηκα από τα χέρια
Κριτσιανάω = τρίζω
Κριτσίλωσε = στράβωσε
Λάγανο = βράχνιασμα από δυνατές φωνές ή πολυλογία
Λαγκιόλι = ελλάτωμα
Λαΐνα = πήλινο δοχείο
Λάκα = επίπεδο τμήμα εδάφους
Λακάω = φεύγω γρήγορα
Λαουτιάζω = λουφάζω
Λάρωσε = ησύχασε , μη μιλάς
Λατζοκόβω = ανυπομονώ
Λατσούδα = κλαδί από έλατο
Λειανοφάσλα = φασόλια μικρά ( αμπελοφάσολα)
Λειάνσα = τεμάχισα
Λέσιο = αδύνατο ζώο
Λιμασμένο = το πολύ πεινασμένο
Λισγάρι = πολύ ψηλό
Λιτάρι = σχοινί
Λοβιάζω = βρωμίζω
Λοιμπά = τα λιόκια (όρχεις)
Λούρα = βέργα
Λτσέκι = μονάδα βάρους (20 οκάδες) κυρίως για δημητριακά
Λυκοτίνια = μικρά αρνιά
Μακελεύτηκα = χτύπησα πολύ άσχημα
Μαλτέζικο = καλή ράτσα αμνοεριφίων
Μανάρι = αρνάκι που έχει ιδιαίτερη περιποίηση
Μαναφλίκια = κουτσομπολιά
Μαξούμι = μικρό παιδί
Μαργώνω = κρυώνω
Μαρκάλος = ζευγάρωμα ζώων
Μάσια = μεταλλικό εργαλείο που χρησιμοποιούμε για τη φωτιά στο τζάκι
Μάσινα = καλύβα
Ματσαραγγιά = ξεγέλασμα , εξαπάτηση , κοροϊδία , παραπλάνηση , εμπαιγμός ,
Ματσάστκα = δέχτηκα μεγάλη πίεση
Μαυλάω = καλώ το ζώο να έρθει κοντά μου
Μουνούχι = το τεχνικά στειρωμένο
Μουτλάκου = οπωσδήποτε , χωρίς άλλο , σώνει και καλά
Μπάλα = μέτωπο , κούτελο ,(μι βάρσει ου ήλιους κατάμπαλα)
Μπαλατσάρσα = παλάβωσα
Μπαχλατάω = πολυλογώ (λέω πολλά χωρίς αξία)
Μπερμπεκάω = ξεδιαλέγω ,ψάχνω γύρω από τα δένδρα για καρπούς πεσμένους
Μπικιόνι = τσίγκινο ποτήρι
Μπιρμπελόνια = είδος φαγητού (ζυμαρικό)
Μπιτ = καθόλου
Μπιχτιά = πολύ απότομη κατηφόρα
Μπλαθρί = χοντρό
Μπλαντζάστκα = ανταμώθηκα
Μπλιόρι = τράγος από ενός έως δύο ετών
Μπλιτσανάω = χτυπάω με τα πόδια το νερό
Μπούγλα = μεταλλικό δοχείο λαδιού
Μπουρμπουτσέλι = γενικά τα άγνωστα μικρά έντομα
Μπουχός = σκόνη
Μπράσκλα = πολύ μεγάλος βάτραχος
Μπρέτσικος = ο ευέξαπτος άνευ λόγου και αιτίας
Μπρίζω = κλαίω δυνατά
Μπριντζλίνες = το χαλαρό δέρμα το πλαδαρό
Μστόβλακος = χαζός
Μπουχαρί = (μουχαρί) η καμινάδα εσωτερικά
Νάμου = δώσε μου
Νείλα = πανωλεθρία , καταστροφή
Νικροσκούτ = σάβανο, (μεταφ. ο άχρηστος)
Νογάω = καταλαβαίνω
Νόρλος = ουρά
Ντάβανος = είδος εντόμου
Νταλάκι = σαμιαμίδι
Ντιπ = με όλη τη σημασία της λέξεως , στη κυριολεξία
Ντορβάς = ταγάρι υφαντό
Ντορός = ίχνος
Ντουρλώνω = στήνω
Ντράβαλος = φασαρία
Ντρόχαλα = χοντρές πέτρες
Ξαγάρι = αμοιβή του μυλωνά από το άλεσμα
Ξάγναντο = ξέφωτο
Ξάι = ένα φορτίο ίσο με το φορτίο ενός φορτηγού ζώου(80 οκάδες)
Ξαμώνω = τεντώνω το χέρι μου για να χτυπήσω κάποιον
Ξεζάρκοτος = γυμνός
Ξεκλέτζωνος = πολύ ψηλός
Ξεκλιτσινιάστκα = άνοιξαν πολύ τα πόδια μου
Ξελαμπαδιάζω =  αποκαλύπτω , δημοσιοποιώ πράξεις κάποιου ενώπιόν του
Ξεμουτόχου = επίτηδες , αποκλειστικά ,επί τούτου
Ξεμπριστουριάστκα=(μεταφ.) ο έμμετος,έβγαλα τα συκότια μου
Ξεμτσουνιάσκει=χτύπησε πολύ στο πρόσωπο
Ξεντραχτώθκα = διαλύθηκα
Ξέρακας = ξερό δέντρο
Ξεσκλίστκα = έσκισα τα ρούχα μου
Ξεστρίφτκα = εξαντλήθηκα
Ξετσαουλιάστκα = μου φύγαν τα σαγόνια απ' το χασμουριτό
Ξετσιώνιασε = αλήτεψε
Ξιμπλέτσοτη = η προκλητικά ντυμένη από τη μέση και πάνω
Οβολιός = σωρός από πέτρες
Οδίζω = μοιάζω με άλλον
Ορσίδα = κανάλι στη πλαγιά του βουνού από το οποίο μετά από βροχή ή χιόνι παρασύρονται πέτρες
Ουβάσ(ου) = σώπασε ,μη μιλάς ,λάρωσε
Όχτος = φυσικό χωμάτινο αντέρεισμα (ένας μικρός γκρεμός)
Όψιμο = άργησε να ωριμάσει
Παλιοσπόρια = είδος φαγητού
Παπαδέλες = καθαρισμένα κάστανα ψημένα ή βρασμένα
Παρακαλιά = αλληλοβοήθεια
Παρασάνταλος = ανάπηρος ,γενικά αυτός που έχει άσχημη όψη
Παρασόλησα = φοβήθηκα απότομα ,τρόμαξα
Πατλιά = μεγάλο αγκάθι που μπαίνει στα πόδια
Παχνί = ταΐστρα
Περδικούλα(μεταφ.) = ψυχή , (το λέει η περδικούλα του)
Περονιάζω = διαπερνώ
Πέτρα = το φύλλο της πίτας ή του μπακλαβά
Πετρόβεργο = το ξύλο για το άνοιγμα φύλλου πίτας ή γλυκού , ο μπλάστρης
Πιστρώνομαι = κάθομαι
Πλακανίδα = επίπεδη πλάκα μεγάλων διαστάσεων
Πλαστός = χορτόπιτα με ζύμη καλαμποκάλευρου
Πλαχούρας = αυτός που έχει μεγάλα αυτιά
Πλίματα = υπολείματα φαγητού
Πλόχερο = χούφτα του ενός χεριού
Πόντζι = ρόφημα για το κρυολόγημα (ζεστό τσίπουρο με ζάχαρη)
Πούντα = κρύωμα
Πουριά = μικρό πέρασμα για ζώα
Πουτινός = ο χώρος ανάμεσα στο ταβάνι και τη σκεπή
Πουτσαρίνα = γεροδεμένη δραστήρια γυναίκα
Πουτσαρούλας = απαξιωτική προσφώνηση σε άντρα
Πρατίνα = προβατίνα
Πρατόγαλο = γάλα προβατίνας
Πρέντζα = κλωτσοτύρι
Πρίσκαλα = άγρια σύκα
Προγκάω = τρομάζω ένα ζώο για να φύγει
Πρόπσα = πρόλαβα
Προστλαΐνω = βυζαίνω τα μικρά αρνιά
Πρώιμο = ωρίμασε πριν την ώρα του
Πτιά = στομάχι μικρού αρνιού ή κατσικιού
Πυρουμάδα = φέτα καλαμποκίσιου ψωμιού ζεσταμένη στο τζάκι
Ρακογυάλι = μικρό γυάλινο ποτηράκι για κέρασμα
Ρασεύω = τριγυρίζω
Ριγανέλα = είδος τριχιάς
Ρικουμανάω = φωνάζω δυνατά, (από το ρέκος) ρεκάζω.
Ρογκαλιάστκα = τρυπήθηκα από κομμάτι ξύλου
Ρόκα = καρπός καλαμποκιάς
Ροκιά = φυτό καλαμποκιάς από το καρπό και πάνω
Ρούσσα = κοκκινόξανθη
Ρουχνάω = ροχαλίζω
Ρυμουσέλι = έρμο , χωρίς αφέντη - κύριο
Σαγάνι = τσίγκινο πιάτο , τηγάνι
Σαδέ = ειδάλλως
Σακοτρύπι = αγκάθι
Σαλαγάω = κατευθήνω το κοπάδι
Σαλιβάρι = ξύλο που τοποθετούσαν στο στόμα του κατσικιού για να μη βυζαίνει
Σαούριασε = σώπασε , βγάλε το σκασμό
Σαρμανίτσα = κρεβάτι βρέφους (κούνια)
Σαρώνω = σκουπίζω
Σβάρνα = εργαλείο του ζευγολάτη
Σβαρνίστκα = σύρθηκα
Σβόερας = δραστήριος , ανήσυχος
Σβουνιά = ακαθαρσία (τα κακά) της αγελάδας
Σέπωμαι = σαπίζω
Σερκό = αρσενικό
Σέρπετο = σαύρες , σκορπιοί ,γενικά τα πολύποδα
Σιαχλασμένο = χαλασμένο
Σιλπί = ψαροπαγίδα (κυρίως για πέστροφες )
Σιμά = κοντά
Σκαμνιά = μουριά
Σκαπετάρσα = ξέφυγα
Σκερεύω = Τακτοποιώ, νοικοκυρεύω
Σκέριο = νοικοκυριό
Σκιάζομαι = φοβάμαι
Σκλέντζα = παιδικό παιχνίδι
Σκούπρα = σκουπίδια
Σκρούμπος = καμένο
Σομπολιάζω = ταιριάζω
Σούμπρα = καρυδόψιχα
Σούρλα = η μύτη του γουρουνιού
Σούτα = γίδα χωρίς κέρατα
Σπλόνι = είδος χόρτου με φαρμακευτικές ιδιότητες
Σπρούχνη = η στάχτη με αναμμένα κάρβουνα
Σταλικομένος = καθηλωμένος
Στάλος = σκιερό μέρος που κάθονται τα πρόβατα το μεσημέρι
Στέρφος-α = στείρος-στείρα
Στεφάνι = γκρεμός
Στουμπιά = πέτρα για πετροβόλημα
Στουμπίστκα = δέχτηκα μεγάλη πίεση , ματσάστκα
Συγχαρίκια = αμοιβή σε κάποιον που φέρνει καλά νέα
Συμπράγκαλα = αποσκευές
Συνγκεριάζω = τακτοποιώ
Συντελεύτκα = καταστράφηκα πλήρως
Συρμή = κρυολόγημα
Σφαλαγγούδια = αράχνες
Σφίχτκα = έτρεξα
Σφούνι = το ακροφύσιο η απόλυξη της κάναλης του νερόμυλου
Τάβλα = τραπέζι
Ταπίστομα = μπρούμητα
Ταχειά = αύριο
Τένγκι = ξύλινη κατασκευή   για τη συσκευασία του τριφυλλιού σε δέμα (μπάλα)
Τζούφλια = μάτια
Τλουπώνομαι = τυλίγομαι με ρούχα-σκεπάσματα
Τλώθκα = σφίχτηκα
Τρανός = μεγάλος
Τραπέτσι = ξινό
Τράω = κοιτώ ,βλέπω
Τριβαλιάζω = τσακίζω
Τριφτάρι = πέτρα ποταμίσια που τη χρησιμοποιούν για να τρίβουν αλάτι κ.ά.
Τσακατόρα = εργαλείο που προκαλεί θόρυβο για να απομακρυνθούν επιβλαβή ζώα 
Τσακνάκι = μικρό πολύ λεπτό κλαράκι
Τσακναρίδα = αυτή που έχει πολύ λεπτά πόδια
Τσακτσίρα = παντελόνι παραδοσιακής στολής
Τσαλακατιώνται = λογομαχούν έντονα
Τσαλαφούτι = παράγωγο πρόβειου γάλακτος
Τσαντίλα = πανί για το στράγγισμα του τυριού
Τσαούλι = η κάτω γνάθος
Τσατμάς = διαχωριστικό δωματίου από άχυρο , λάσπη και ξύλα
Τσάχαλο = σκουπίδι
Τσέργα = φλοκάτη
Τσέρμιασμα = μούδιασμα
Τσιακλατάω = χτυπάω τα αυγά
Τσιαμπαλούκια = μαλλιά
Τσιλόνι = άχρηστο ρούχο
Τσοκάνισμα = τρόπος στειρώσεως ζώου
Τσόκος = …ανδρικό μόριο
Τσόλι = χαλί υφαντό από μαλλί τράγου ή γίδας
Τσούκνα = το κολλημένο φαΐ στη κατσαρόλα
Τσουμαλίζω = τρώω
Τσουμανίκι = μπαστούνι
Τσουπελάκα = πράσινη σαύρα
Τσουρέπια = κάλτσες χοντρές πλεκτές
Τυρολόγος = ασκί γεμάτο τυρί
Τφάνι = περαστικό ψιλόβροχο ή μπόρα της στιγμής
Ύστερη = τελευταία
Φακιόλες = είδος καλαμποκιού (ποπ-κορν)
Φάκλα = πολύ ζέστη
Φανέστρα = μικρό παράθυρο πάνω στο ήδη υπάρχον (φινιστρίνι)
Φαρφάλα = φουσκάλα στο δέρμα
Φερνό = ανοιχτό
Φιλεύω = κερνώ
Φιλί = κομμάτι
Φκάρι = κέλυφος
Φκαροβύζα = με μεγάλες θηλές (κυρίως για γίδα)
Φλάτο = παλαβομάρα
Φλέσερα = πεσμένα φύλλα από δέντρα του λόγγου
Φλιά = δώρο
Φλιντούρξε = πέταξε στον αέρα
Φλιντράω = πετάω
Φόλι = το αυγό που αφήνουμε στη φωλιά της κότας
Φόντα = από τότε
Φουρδακλιάσκα = κάηκα
Φταίξος = ο υπαίτιος , αυτός που φταίει
Χαλεύω = ζητώ
Χαμοκέρασο = αγριοφράουλα
Χαμχούϊας = ηλίθιος ,χαζός
Χατήλι = η γωνία που σχηματίζετε από τη σκεπή και τον τοίχο εσωτερικά του σπιτιού
Χαύδα = στάση καθήμενης γυναίκας( με ανοικτά τα πόδια).
Χειμαδιά = τόπος που συγκεντρώνονται τα κοπάδια το χειμώνα
Χλιάρι = κουτάλι
Χλίβομαι = βασανίζομαι
Χλιμάρες = δουλειές
Χλιμένος = βασανισμένος ,κακομοίρης
Χνέρι = ρεζιλίκι
Χόβολη = ζεστή στάχτη
Χουϊάζω = φωνάζω δυνατά , μαλώνω
Χουχτάω ή χουχουτίζω = φωνάζω για να διώξω τα άγρια ζώα
Ψαρί = γκριζωπό
Ψες = εχθές

http://www.kariakarditsas.gr/

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ:Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΔΩΝ ΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΥ ΚΑΜΠΟΥ